αρκετός

αρκετός
η , ό[ν] достаточный; значительный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αρκετός" в других словарях:

  • ἀρκετός — sufficient masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρκετός — ή, ό (Α ἀρκετός, ή, όν) [αρκώ] ο επαρκής, ο ικανοποιητικός νεοελλ. (με αποδοκιμαστική σημασία) αυτός ο οποίος ξεπερνά το συνηθισμένο όριο ή αυτό που πρέπει («έχει αρκετή πονηρία») αρχ. το μέχρι το έσχατο όριο ανοχής, εκείνο που φτάνει πια …   Dictionary of Greek

  • αρκετός — ή, ό επίρρ. ά επαρκής, ικανός, όσος χρειάζεται: Τον έχω συναντήσει αρκετές φορές. – Αρκετά δούλεψες, κάτσε τώρα να ξεκουραστείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρκετά — ἀρκετός sufficient neut nom/voc/acc pl ἀρκετά̱ , ἀρκετός sufficient fem nom/voc/acc dual ἀρκετά̱ , ἀρκετός sufficient fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκετῶν — ἀρκετός sufficient fem gen pl ἀρκετός sufficient masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκετόν — ἀρκετός sufficient masc acc sg ἀρκετός sufficient neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκεταί — ἀρκετός sufficient fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκετοῖς — ἀρκετός sufficient masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκετοί — ἀρκετός sufficient masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκετούς — ἀρκετός sufficient masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκετή — ἀρκετός sufficient fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»